- μπαρμακλίκι
- το решётка, перила
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπαρμακλίκι — και παρμακλίκι το 1. κάγκελο, κιγκλίδωμα 2. μεταλλικό ή ξύλινο στήριγμα στις σκάλες τών φάρων 3. το σύνολο τών ακτίνων τροχού παλαιάς άμαξας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. parmak lik] … Dictionary of Greek